- λεπτόθριος
- λεπτό-θριος, ον, ([etym.] θρῖον)A with thin, fine leaves,
κόνυζα Nic.Th.875
. [Prop. [pron. full] ῑ, but [pron. full] ῐ l.c., metri gr.; cf. θρῖον.]
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κόνυζα Nic.Th.875
. [Prop. [pron. full] ῑ, but [pron. full] ῐ l.c., metri gr.; cf. θρῖον.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεπτόθριος — λεπτόθριος, ον (Α) αυτός που έχει λεπτά φύλλα, λεπτόφυλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + θριος (< θρῖον «φύλλο συκιάς»)] … Dictionary of Greek
λεπτοθρίοιο — λεπτόθριος with thin masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek